απτοεπης

απτοεπης
    ἀπτοεπής
    ἀ-πτο-επής
    2
    [πτοέω] дерзкий на язык
    

(Hom. - v. l. ἁπτοεπης)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απτοεπης" в других словарях:

  • ἁπτοεπής — ἀπτοεπής , ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απτοεπής — ἀπτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει άφοβα …   Dictionary of Greek

  • ἀπτοεπής — reckless in speech masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπτοεπῆ — ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπτοεπές — ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem voc sg ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπτοεπές — ἀπτοεπές , ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem voc sg ἀπτοεπές , ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»